πνευμοπεριτόναιο

πνευμοπεριτόναιο
το, Ν
1. ιατρ. η παρουσία αέρα στην περιτοναϊκή κοιλότητα
2. φρ. α) «αυτόματο πνευμοπεριτόναιο»
ιατρ. παρουσία αέρα στην περιτοναϊκή κοιλότητα, που αποτελεί παθογνωμονικό σημείο, ένδειξη για διάτρηση τού στομάχου ή τού εντέρου
β) «τεχνητό πνευμοπεριτόναιο» — πνευμοπεριτόναιο που δημιουργείται με εμφύσηση αέρα στην περιτοναϊκή κοιλότητα για ενδοσκοπική ή ακτινολογική διερεύνηση τών κοιλιακών οργάνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pneumoperitoneum (< πνεύμα + περιτόναιο)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • περιτόναιο — Ορογόνος μεμβράνη, που καλύπτει την κοιλιακή κοιλότητα και μεγάλο μέρος των περιεχομένων σ’ αυτήν οργάνων επειδή αποτελείται από ένα μοναδικό φύλλο, όταν αναδιπλώνεται από τα τοιχώματα της κοιλιακής κοιλότητας προς τα διάφορα όργανα κι όταν περνά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”